τρέλα

τρέλα
η
1. παραφροσύνη, μανία, φρενοπάθεια.
2. ιδιορρυθμία, καπρίτσιο, λόξα: Η τρέλα του είναι να φοράει ξένα παράσημα.
3. απερίσκεπτη πράξη, παραλογισμός, παρεκτροπή: Νεανικές τρέλες.
4. πρόσωπο ή πράγμα πολύ ωραίο που προκαλεί θαυμασμό: Το καπελάκι σου είναι τρέλα.
5. θορυβώδη παιχνίδια: Με ξεκούφανες με τις τρέλες σου, παιδί μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρέλα — και παλ. τ. τρέλλα, η, Ν 1. φρενοβλάθεια, παραφροσύνη 2. ιδιοτροπία, λόξα («έχει τρέλα με την καθαριότητα») 3. κάθε απερίσκεπτη και παράτολμη ενέργεια («ήταν τρέλα να βγει έξω με τέτοιον καιρό») 4. πρόσωπο ή πράγμα πολύ ωραίο που προκαλεί… …   Dictionary of Greek

  • οίστρος — ο (ΑΜ οἶστρος) 1. μεγάλη μύγα, κυκλόρραφο έντομο, που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί γένος τής οικογένειας οίστρίδες και τού οποίου οι προνύμφες που εισδύουν στα διάφορα όργανα τών κατοικίδιων ζώων προκαλούν τις μυιάσεις… …   Dictionary of Greek

  • Контопулос — Контопулос, Димитрис Димитрис Контопулос Δημήτρης Κοντόπουλος Димитрис Контопулос @ Studio Vox Основная информация …   Википедия

  • Контопулос, Димитрис — Димитрис Контопулос Δημήτρης Κοντόπουλος Димитрис Контопулос @ Studio Vox …   Википедия

  • λώλα — η 1. λωλάδα, τρέλα 2. ανοησία, απερισκεψία 3. φρ. «τήν έκανε λώλα» παλάβωσε, τρελάθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωλός, κατά το σχήμα τρελός: τρέλα, λεπρός: λέπρα, πικρός: πίκρα] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • τρελός — ή, ό επίρρ. ά 1. παράφρονας, φρενοβλαβής, ψυχοπαθής. 2. μτφ., απερίσκεπτος, ανόητος: Τρελά καμώματα. 3. πολύ άστατος, σκανταλιάρικος: Τρελό παιδί. 4. αυτός που ποθεί κάτι ως την τρέλα: Είναι τρελός γι αυτή. 5. στο σκάκι ο «αξιωματικός» που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Misirlou — (Greek: Μισιρλού, Egyptian Girl ; from Turkish: Mısırlı, Egyptian ;[1] from Arabic: مصر‎, Miṣr, Egypt ), is a popular Greek song with popularity in five styles of music: Greek rebetiko, Middle Eastern belly dancing, Jewish klezmer, American surf… …   Wikipedia

  • Dimitris Nikolaidis — For other uses, see Nikolaidis. Dimitris Nikolaidis Born 1922 Asia Minor (now Turkey) Died January 1993 Athens, Greece …   Wikipedia

  • Nickelodeon (Greece) — Nickelodeon Greece Launched September 3, 2010 Picture format 16:9 (576i, SDTV), (1080i, HDTV) Country Greece Langu …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”